- ἀποστρέφεται
- ἀποστρέφωturn backpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъвратитисѧ — ОТЪВРА|ТИТИСѦ (32), ЩОУСѦ, ТИТЬСѦ гл. 1.Отвернуться: дѣти… ѥгда не имѣють страха, ‹и› зовѹще ѣ мт҃рмъ, ѿвратѧтсѧ (διαπτύει) Пч н. XV (1), 73 об.; | образн.: иже страньна брата отъвратитьсѧ отъвратитьсѧ ѥго и х҃съ. (ἀποστρέφεται… ἀποστρέφεται)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
отъвращатисѧ — ОТЪВРАЩА|ТИСѦ (68), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Отворачиваться: тако ѥсть въл҃дчне чл҃вколюбьѥ. ни ѥдиного пририщющихъ к немѹ ѿвращаѥтсѧ. Пр 1383, 116б; | образн.: не ѿвращаисѧ нъ ѹми(лi)сѧ вл҃дко. (μὴ ἀποστραφῇς ἡμᾶς!) СбТр XII/XIII, 23; да не въ истину ли … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αποτρόπαιος — α, ο (AM ἀποτρόπαιος, ον) [αποτροπή] αυτός που τον αποστρέφεται κανείς ως απαίσιο, αποκρουστικός αρχ. αυτός που απομακρύνει το κακό ή τις συμφορές … Dictionary of Greek
δυσόφθαλμος — δυσόφθαλμος, ον (Α) εκείνος τον οποίο δεν θέλει να βλέπει ή που αποστρέφεται κανείς … Dictionary of Greek
θεοβδέλυκτος — θεοβδέλυκτος, ον (Μ) αυτός τον οποίο αποστρέφεται ο θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βδέλυκτος (< βδελύσσομαι), πρβλ. α βδέλυκτος, τρισ βδέλυκτος] … Dictionary of Greek
κενό — (Φυσ.) Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδειχθεί ένας συγκεκριμένος χώρος (ιδιαίτερα ένα κλειστό δοχείο), όπου η πυκνότητα της ύλης είναι πολύ χαμηλή. Στο εργαστήριο, η μέτρηση του κ. οδηγεί σε μια μέτρηση της πίεσης του αερίου που παραμένει στο … Dictionary of Greek
μίσοινος — μίσοινος, ον (Α) αυτός που αποστρέφεται το κρασί, την οινοποσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + οἶνος (πρβλ. φίλ οινος)] … Dictionary of Greek
μισήλιος — μισήλιος, ον (Α) αυτός που μισεί τον ήλιο, που αποφεύγει και αποστρέφεται το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ἥλιος] … Dictionary of Greek
μισοπόλεμος — μισοπόλεμος, ον (Α) αυτός που μισεί τον πόλεμο, που αποστρέφεται τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πόλεμος (πρβλ. φιλο πόλεμος)] … Dictionary of Greek
μισόδικος — μισόδικος, ον (Α) αυτός που αποστρέφεται και αποφεύγει τις δίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + δικος (< δίκη), πρβλ. δωσί δικος, φυγό δικος] … Dictionary of Greek